- περιδιάβαση
- η / περιδιάβασις, -άσεως, ΝΜ1. περίπατος χωρίς συγκεκριμένο σκοπό αλλά για προσωπική ευχαρίστηση και ψυχαγωγία, σεργιάνι, περιδιάβασμα2. ψυχαγωγία, διασκέδαση3. χλευασμός, εμπαιγμός, περιγέλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < περιδιαβάζω. Η λ., στον λόγιο τ. περιδιάβασις, μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης τού Γρ. Ζαλίκογλου].
Dictionary of Greek. 2013.